- πλαγυφύλαξ
- πλαγυφύλαξ [φῠ], ᾰκος, ὁ, in pl., written either for πλαγιοφύλακες (q.v.), or for πλακοφύλακες (A guardians of temple-inscriptions), UPZ 89.6 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλαγυφύλαξ — ακος, ὁ, Α στον πληθ. οἱ πλαγυφύλακες οι φύλακες τών ενεπίγραφων πλακών τών ναών. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή πρόκειται για διάφορη γρφ. τής λ. πλαγιοφύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek